Γιατί το να μιλάς στον θεραπευτή σου, δεν είναι το ίδιο με το να μιλάς σε ένα φίλο
Πολύ συχνά ακούμε ανθρώπους γύρω μας να διερωτώνται για ποιο λόγο να μπουν σε μία συμβουλευτική/ψυχοθεραπευτική διαδικασία, ενώ έχουν φίλους που τους αγαπούν και με τους οποίους νιώθουν οικεία να συζητήσουν τα προβλήματα τους και τις ανησυχίες τους.
Στην πορεία της ζωής μας, πολλές φορές ερχόμαστε αντιμέτωποι με διάφορες δυσλειτουργικές καταστάσεις και χρειαζόμαστε υποστήριξη για να ανταπεξέλθουμε στις δυσκολίες που προκύπτουν ωστόσο, μας είναι πολύ δύσκολο να αποφασίσουμε να επισκεφθούμε κάποιον σύμβουλο ή ψυχοθεραπευτή και να ξεκινήσουμε την συμβουλευτική διαδικασία. Η σκέψη του να μοιραστούμε το πρόβλημα μας με κάποιον φίλο μας ή με κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, έχει μια αμεσότητα που φαίνεται να είναι ανακουφιστική και πιο ασφαλής τη δεδομένη στιγμή, από την αναζήτηση ενός συμβούλου/ψυχοθεραπευτή. Τι ισχύει όμως στην πραγματικότητα;
Αδιαμφισβήτητα, η δημιουργία και διατήρηση ενός υποστηρικτικού κοινωνικού & φιλικού δικτύου, είναι ευεργετική για την ψυχική υγεία του ανθρώπου. Η φιλία είναι από τα μεγαλύτερα αγαθά που μπορεί να έχει κανείς στη ζωή του. Όμως, ακόμα και ο πιο καλός μας φίλος, όταν καλείται να μας συμβουλέψει, το κάνει μέσα από το πλαίσιο των προσωπικών του όρων αξίας και των δικών του εμπειριών και μην έχοντας την εξειδίκευση που χρειάζεται, συχνά συγχέει τα δικά του βιώματα μετα δικά μας ή προβάλλει σε εμάς τις δικές του ανάγκες. Οι συμβουλές που μας δίνουν οι φίλοι μας ή κάποιο αγαπημένο πρόσωπο αν και προσφέρονται με καλή πρόθεση, είναι πολύ πιθανό να μην είναι κατάλληλες για εμάς και να αδυνατούμε να τις ακολουθήσουμε, καθώς δεν είναι αποτέλεσμα της δικής μας εσωτερικής διεργασίας και συνειδητοποίησης. Επιπλέον, οι φίλοι πολύ συχνά μας συμπαραστέκονται λέγοντας ότι «όλα θα πάνε καλά» αλλά ίσως είναι αναγκαίο να μείνουμε έστω και για λίγο, ακόμη και με τα πιο δυσάρεστα συναισθήματά μας, προκειμένου να δώσουμε τον χρόνο στον εαυτό μας για τις εσωτερικές διεργασίες μας, οι οποίες θα μας ‘απαλλάξουν’ σταδιακά από αυτά τα δυσάρεστα συναισθήματα και θα ‘φωτίσουν’ τη ζωή μας περισσότερο στη συνέχεια. Ο στόχος της συμβουλευτικής/ψυχοθεραπευτικής διαδικασίας δεν είναι η παροχή λύσεων από τον θεραπευτή, αλλά η καθοδήγηση του προς τον θεραπευόμενο, με τρόπο που θα τον βοηθήσει να βρει μόνος του την απάντηση σε όλα του τα ερωτήματα. Κατά τη διαδικασία αυτή, ο σύμβουλος μέσα από μία οριοθετημένη θεραπευτική σχέση ακούει, κατανοεί, εμπεριέχει και καθρεφτίζει τα συναισθήματα του θεραπευόμενου, τον βοηθά να έρθει αντιμέτωπος με σημαντικές συνειδητοποιήσεις για τον ‘εαυτό’ και τον βοηθά να ανακαλύψει συναισθήματα και εμπειρίες που είναι βαθιά κρυμμένα και να τα κατανοήσει στο ‘εδώ και τώρα’. Σε μια φιλική ή συγγενική σχέση, αυτή η διαδικασία δεν είναι δυνατή, καθώς διακυβεύονται σημαντικές για τον θεραπευόμενο σχέσεις. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, ο θεραπευόμενος να διστάζει να εκμυστηρευτεί εύκολα και με ειλικρίνεια στους φίλους του ή στα αγαπημένα του πρόσωπα, κρυμμένους φόβους βιώματα, για τα οποία νιώθει ντροπή ή ενοχή. Υπάρχουν ορισμένα πράγματα τα οποία δεν μπορούμε να τα παραδεχτούμε ούτε καν στον ίδιο μας τον εαυτό, πόσο μάλλον να τα πούμε σε έναν φίλο μας. Από την άλλη μεριά, το να μιλάμε σε κάποιον που δεν ανήκει στο οικογενειακό και κοινωνικό μας περιβάλλον, που είναι ουδέτερος και δεν έχει συγκεκριμένες προσδοκίες ή απαιτήσεις από εμάς, μας επιτρέπει να εκφραστούμε ελεύθερα σε ένα περιβάλλον ασφάλειας και αυτό, είναι θεραπευτικό.
Η φύση ακόμα και της πιο ιδανικής φιλίας, δεν αποτελεί εύφορο έδαφος για την επεξεργασία των ζητημάτων που πραγματεύεται κάποιος ψυχοθεραπευτικά. Ένας φίλος ή ένα αγαπημένο μας πρόσωπο και ένας σύμβουλος/ψυχοθεραπευτής, είναι δύο διαφορετικοί ρόλοι στη ζωή μας. Ο σύμβουλος είναι εκπαιδευμένος στο να ακούει τον θεραπευόμενο χωρίς να ασκεί οποιασδήποτε μορφής κριτική, αλλά με ενσυναίσθηση, αυθεντικότητα και άνευ όρων αποδοχή, ώστε να τον βοηθήσει να καταλάβει καλύτερα τον εαυτό του, να εμβαθύνει στα βιώματα του και να ανακαλύψει πτυχές που του ήταν άγνωστες μέχρι εκείνη τη στιγμή. Ο σύμβουλος δημιουργεί ένα περιβάλλον ασφάλειας και εμπιστοσύνης, ώστε ο θεραπευόμενος να αρχίσει να κατανοεί περισσότερο τις ανάγκες του, να ανακαλύπτει τις εσωτερικές δυνάμεις του, τι είναι πιο λειτουργικό για τον ίδιο με βάση τους δικούς του όρους αξίας και εν τέλει, να αυξήσει την αυτογνωσία του, να εξελιχθεί μέσα από όλη αυτή τη διαδικασία και να μάθει να ζει καλύτερα.